Αχαιός πολιτικός, που ηγήθηκε της αντιβενιζελικής παράταξης και διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (1915, 1921 - 1922). Ήταν ένας από τους «Έξι» που εκτελέστηκαν στο Γουδή, ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ο Δημήτριος Γούναρης γεννήθηκε στην Πάτρα στις 5 Ιανουαρίου 1867. Γονείς του ήταν ο σταφιδέμπορος Παναγιώτης Γούναρης με καταγωγή από το Άργος και η Μαρία Αλεξοπούλου. Το ζεύγος Γούναρη είχε αποκτήσει και δύο θυγατέρες την Αμαλία και την Ιουλία. Φιλομαθής από νεαρή ηλικία, γνώριζε ήδη δύο γλώσσες (γαλλικά και γερμανικά), όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Πατρών το 1884.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τελείωσε με άριστα το 1889 και κατόπιν αναγορεύτηκε διδάκτορας του Δικαίου. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Λειψίας, Χαϊδελβέργης, Γοτίγγης και Μονάχου. Παρακολούθησε, επίσης, παραδόσεις κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του πατέρα του τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1892 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους της πόλης, εντυπωσιάζοντας με την ευρύτατη νομική του κατάρτιση, την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση και τη ρητορική του δεινότητα.
Παρά την αλματώδη επαγγελματική του ανέλιξη, παρέμεινε απλός, προσηνής και ταπεινός. Απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις και τα «γλέντια», μένοντας άυπνος μέχρι αργά τη νύχτα, παρέα με τα βιβλία του και λίγους εκλεκτούς φίλους. Δεν του άρεσε το ποτό και το καλό φαΐ, καθώς ήταν μάλλον χορτοφάγος. Η μόνη κατάχρηση που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το κάπνισμα. Στο σπίτι του, που ήταν γεμάτο βιβλία, δέσποζαν τα πορτρέτα του Μπίσμαρκ και του Τρικούπη.
Για πρώτη φορά αναμίχθηκε στην πολιτική το 1902, όταν εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Πατρών στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου. Στους λόγους του στη Βουλή, αναφορικά με το σταφιδικό ζήτημα, έπαιρνε πάντα το μέρος των σταφιδεμπόρων, ενώ σε άλλες αγορεύσεις του υποστήριξε ότι ο λαός οφείλει αγόγγυστα να πληρώνει τους φόρους. Οι θέσεις του αυτές τον αποξένωσαν από τις λαϊκές μάζας, με συνέπεια να μην εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου 1905.
Δ. Γούναρης - Γ. Μπαλτατζής
Εξελέγη, όμως, στις επόμενες εκλογές (20 Μαρτίου 1906), ως επικεφαλής του Θεοτοκικού συνδυασμού της Πάτρας. Λίγο μετά την εκλογή του, πήρε μέρος στη σύμπηξη ανεξάρτητης ομάδας με τους Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Xαράλαμπο Βοζίκη, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, Απόστολο Αλεξανδρή και Στέφανο Δραγούμη. Τα μέλη αυτής της ομάδας αποκλήθηκαν «Ιάπωνες» από τον δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος παρομοίωσε τη μαχητικότητα που επεδείκνυαν στη Βουλή με την ορμητικότητα των ιαπώνων στρατιωτών κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905).
Στις 21 Ιουνίου 1908, ο Γούναρης αποχώρησε από την ομάδα των «Ιαπώνων», αποδεχόμενος την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη, την οποία τόσο είχε πολεμήσει. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε οριστικά τη δικηγορία κι έκλεισε το γραφείο του στην Πάτρα. Στις 16 Φεβρουάριου 1909 παραιτήθηκε, επειδή η Βουλή ανέβαλε τη συζήτηση των οικονομικών νομοσχεδίων του, χωρίς όμως και ν’ αποχωρήσει από το Θεοτοκικό Κόμμα.
Μετά την Επανάσταση στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909), ο Γούναρης ηγήθηκε του παλαιού πολιτικού κόσμου, μολονότι εξακολούθησε να διατηρεί κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 προτίμησε να απόσχει, μαζί με τα παλαιά κόμματα. Στις εκλογές όμως της 11ης Μαρτίου 1912, στις οποίες μετείχαν τα παλαιά κόμματα, πήρε μέρος ως ανεξάρτητος και κατόρθωσε να εκλεγεί και πάλι βουλευτής Πατρών.
Στις 21 Φεβρουάριου 1915, εκδηλώθηκε η διαφωνία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, που οδήγησε στον «Εθνικό Διχασμό». Ο Βενιζέλος, θερμός φίλος της Αντάντ, υποστήριζε ανεπιφύλακτα την έξοδο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, ενώ ο Γούναρης επέμενε στη διατήρηση της ουδετερότητας, η οποία, ουσιαστικά, εξυπηρετούσε τους Γερμανούς. Αποτέλεσμα της διαφωνίας αυτής ήταν η παραίτηση του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία.
Τότε, ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση (24 Φεβρουάριου 1915), κρατώντας ο ίδιος και το υπουργείο Στρατιωτικών. Αφού ίδρυσε δικό του κόμμα («Κόμμα των Εθνικοφρόνων»), προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαΐου 1915, κατά τις οποίες ηττήθηκε. Δεν παραιτήθηκε, όμως, αμέσως. Με πρόσχημα την ασθένεια του βασιλιά Κωνσταντίνου, η σύγκληση της νέας Βουλής αναβλήθηκε για τις 3 Αυγούστου 1915 και η παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη υποβλήθηκε την επομένη, στις 4 Αυγούστου.
Την ίδια αμέσως ημέρα σχημάτισε κυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος κι άρχισε πολεμικές προετοιμασίες, προσέκρουσε όμως στην άρνηση του βασιλιά να δεχθεί την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα και γρήγορα παραιτήθηκε (23 Σεπτεμβρίου 1915). Την επομένη της παραίτησής του σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ο Γούναρης ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο διατήρησε και στην επόμενη κυβέρνηση, που σχημάτισε ο Στέφανος Σκουλούδης (25 Οκτωβρίου 1915).
Στις 6 Δεκεμβρίου 1915 έγιναν και πάλι εκλογές, κατά τις οποίες ο Βενιζέλος τήρησε αποχή και οι «Εθνικόφρονες» του Γούναρη πλειοψήφησαν. Ως αρχηγός της πλειοψηφίας, ο Γούναρης δεν ανέλαβε την πρωθυπουργία κι εξακολούθησε να κρατάει ουδετερόφιλη στάση σε όλες τις μετέπειτα βραχύβιες κυβερνήσεις. Με την έκρηξη του κινήματος της Θεσσαλονίκης (16 Αυγούστου 1916) και την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (29 Μαΐου 1917), ο Γούναρης, σύμφωνα με αξίωση των Συμμάχων, παραδόθηκε στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές (7 Ιουνίου 1917) και μεταφέρθηκε στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε στις 24 Νοεμβρίου 1918 και κατέφυγε στη Σιένα της Ιταλίας.
Ο Δ. Γούναρης στη Μικρά Ασία, Ιούνιος 1921
Επανήλθε στην Ελλάδα τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, μετονόμασε το κόμμα του σε «Λαϊκό» και κέρδισε τις εκλογές, υποσχόμενος κατάπαυση των επιχειρήσεων στο Μικρασιατικό μέτωπο. Δεν σχημάτισε, όμως, κυβέρνηση ο ίδιος, αλλά ο Δημήτριος Ράλλης (4 Νοεμβρίου 1920). Αρκέσθηκε στην ανάληψη του Υπουργείου Στρατιωτικών, όπως και στην κατοπινή κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου.
Το Κόμμα των Εθνικοφρόνων, που ίδρυσε το 1913 ο Γούναρης και το 1920 το μετονόμασε σε Λαϊκό Κόμμα, είναι το πρώτο μαζικό κόμμα αρχών της Δεξιάς στην Ελλάδα. Διάδοχοί του θεωρούνται ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου, η Ε.Ρ.Ε. και η Νέα
Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στις 26 Μαρτίου 1921 ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση της χώρας, όταν η Μικρασιατική Εκστρατεία άρχισε να λαμβάνει δυσάρεστη τροπή για τα ελληνικά όπλα. Ο τουρκικός στρατός, υπό την ηγεσία του Κεμάλ, είχε ανασυνταχθεί. Η Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη και οι Σύμμαχοι δυσπιστούσαν σ’ αυτόν. Υποχρεωμένος από τα πράγματα να τηρήσει φιλοσυμμαχική στάση, υποσχέθηκε συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία. Κάλεσε στα όπλα νέες ηλικίες και το καλοκαίρι τού 1921 ο ελληνικός στρατός διενήργησε ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά απέτυχαν. Οι Σύμμαχοι, τότε, προσεταιρίστηκαν οριστικά πια τον Κεμάλ. Όταν και η προσπάθειά του να συνάψει εξωτερικό δάνειο απέτυχε επίσης, ο Γούναρης κατέφυγε σε εσωτερικό δάνειο, με διχοτόμηση του νομίσματος (25 Μαρτίου 1922). Όλες του οι προσπάθειες εξάλλου για πολιτική λύση του Μικρασιατικού σημείωναν την ίδια αποτυχία και, τέλος, στις 3 Μαΐου 1922 αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα (11 Σεπτεμβρίου 1922), και ο Γούναρης συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ασθένησε και μεταφέρθηκε σε κλινική. Μετά την έκδοση της απόφασης του έκτακτου στρατοδικείου, με την οποία αυτός και οι πέντε συγκατηγορούμενοί του (Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, και Γεώργιος Χατζανέστης) καταδικάστηκαν σε θάνατο, μεταφέρθηκε από την κλινική, όπου νοσηλευόταν, στις φυλακές Αβέρωφ. Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 οι «6» εκτελέστηκαν με τυφεκισμό στο Γουδή.
Ο ανταγωνισμός Βενιζέλου - Γούναρη στα χρόνια του «εθνικού διχασμού»
Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβερνήσεως Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική ως προς τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Αφορμή γι’ αυτές τις εξελίξεις ήταν η δήλωση του Ελ. Βενιζέλου, κατόπιν συναντήσεως του με επιτροπή κατοίκων Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για βάναυση συμπεριφορά Βουλγάρων στρατιωτών εναντίον τους, ότι «Εάν οι Έλληνες εκ των υποδούλων περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν τινός των συμμάχων κρατών όπως κατ’ ανάγκην θα περιέλθωσιν, η κυβέρνησις θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν να περιέλθωσιν λιγότερον». Ο Γούναρης κατηγόρησε τότε τον Βενιζέλο ότι είχε αφήσει ανενημέρωτη την εθνική αντιπροσωπεία σχετικά με την πορεία των εξωτερικών πραγμάτων και ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ελλάδας και, συγκεκριμένως, των Ελλήνων κατοίκων της υπόδουλης Μακεδονίας απέναντι στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της τότε συμμάχου της Ελλάδος Βουλγαρίας.
Στις 21 Ιουνίου του 1913, κατά την ημερομηνία κηρύξεως –του απελευθερωτικού, με την διεκδίκηση των κατεχομένων ακόμα Ελληνικών εδαφών- πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο Γούναρης επεσήμανε στη Βουλή ότι ο πόλεμος ήταν απότοκο της λανθασμένης προσεγγίσεως της κυβερνήσεως Βενιζέλου προς αυτήν της Βουλγαρίας. Στους επόμενους μήνες η διαμάχη των δύο ανδρών επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, εσωτερικής πολιτικής σχετικώς με διάφορες «αυθαιρεσίες» της κυβερνήσεως κι ο Γούναρης καυτηρίασε την κίνησή της του να κατέφευγε στην έκδοση αναγκαστικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της ίδιας της Βουλής, με την σύναψη δανείων, όπως η συζήτηση της 23ης Δεκεμβρίου που στην αφορούσε στην σύναψη δανείου 500 εκατομμυρίων δραχμών κ.α.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιουνίου/28 Ιουνίου του 1914, ο Αρχιδούκας της Αυστρίας και διάδοχος του θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε από τον Σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σεράγεβο, μια πόλη που τελούσε τότε υπό την επικυριαρχία της Αυστροουγγρικής Αυτικρατορλθας. Η Αυστρία απεύθυνε τελεσίγραφο στη Σερβία, η οποία το απέρριψε. Τα γεγονότα προχώρησαν με ταχύ ρυθμό και στις 22 Ιουλίου η Μεγάλη Βρετανία εισήλθε στον πόλεμο. Η Ελλάδα αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση αλλά ήταν ξεκάθαρη η διχογνωμία απόψεων μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος υποστήριζε την Αντάντ, δηλαδή τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Αγγλία αλλά ο Κωνσταντίνος A’, όμως, λόγω και της συγγένειας του με την γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, εμπιστευόταν την -κατ’ αυτόν- γερμανική υπεροχή. Με αφορμή επιστολή-απάντηση του Βασιλιά σε ερώτημα του Βρετανού ναυάρχου Καρ, η οποία κατά τον Βενιζέλο υποδήλωνε μεταβολή της συμπεφωνημένης Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπέβαλε την παραίτηση του στις 25 Αυγούστου. Ο βασιλιάς, όμως, αρνήθηκε να έκανε δεκτή την παραίτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κι η επακολουθήσασα ρήξη μεταξύ τους ήταν μια αναμενόμενη, προδιαγεγραμμένη συνέπεια της.
Η απομάκρυνση του φιλοβασιλικού Γεωργίου Στρέϊτ, υπουργού επί των εξωτερικών, η παύση του υποστράτηγου Δούσμανη από την αρχηγία του επιτελείου και τέλος η άρνηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ να ικανοποιούσε το αίτημα για συμμετοχή της Ελλάδας στις Αγγλογαλλικές συμμαχικές επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια επέφερε το τέλος, το οποίο επισημοποιήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1915, της συνεργασίας Βενιζέλου-Βασιλέως όταν ο πρώτος υπέβαλε την παραίτηση του κι ο δεύτερος την έκανε αμέσως γενόμενη αποδεκτή. Η στάση του Γούναρη όλων αυτών τον καιρό ήταν απλώς η παρακολούθηση των εξελίξεων αν και σε στενό κύκλο συνεργατών είχε δηλώσει ότι προτιμούσε την ουδετερότητα παρ’ όλο το γεγονός ότι είχε πειστεί από τον Μεταξά για την υπεροχή της Γερμανίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία και, κατόπιν της αρνήσεως του τελευταίου να την δεχόταν, στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα από την άρνηση και του Στέφανο Σκουλούδη για την πρωθυπουργοποίηση του, απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου σχημάτισε κυβέρνηση, στην οποία κράτησε για τον εαυτόν του το υπουργείο στρατιωτικών, κατά την θητεία της οποία συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο εξαιτίας μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης, με την οποία ο Γούναρης εμμέσως πλην σαφώς κατηγορούσε τον Βενιζέλο για άσκοπες παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική οι οποίες δεν ευνοούσαν την χώρα.
Ο Βενιζέλος αντέδρασε στέλνοντας επιστολή στον υπουργό των εξωτερικών Ζωγράφο, ο οποίος τον παρέπεμψε σε επιστολή του Γούναρη προς τον πρώτο. Ο Βενιζέλος δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις και απευθύνθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος την μεταβίβασε στον πλέον αρμόδιο, τον πρωθυπουργό Γούναρη. Τελικώς, η κρίση έληξε με την ανακοίνωση του Βενιζέλου ότι αποχωρούσε της ενεργού πολιτικής τον Απρίλιο του 1915. Στις εκλογές του Μαΐου 1915, ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το κόμμα των Εθνικοφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος, πλην η ενασχόληση του με την διακυβέρνηση του κράτους ήταν αποτυχημένη, με αποτέλεσμα να υφίστατο συντριπτική ήττα από το κόμμα των Φιλελευθέρων, λαβών 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Όμως, αρνήθηκε να υπέβαλε αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του βασιλιά, ενώ παράλληλα ο τελευταίως παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικώς, η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε την 4η Αυγούστου του ίδιου έτους κατόπιν της παραιτήσεως της προηγούμενης κυβερνήσεως πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και της αναδείξεως της κυβερνήσεως Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από την παραίτηση Ζωγράφου.
Μετά την άνοδο του Ελ. Βενιζέλου και λόγω του κινδύνου επιθέσεως της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία επικρίθηκε από τον Γούναρη. Η αποβίβαση ταγμάτων στρατού από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας στην Θεσσαλονίκη και η χλιαρή στάση της κυβερνήσεως έδωσαν το έναυσμα για την αρχή του λεγόμενου Εθνικού διχασμού. Ο Γούναρης, στη συνεδρίαση της βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 1915, αφού σχολίασε τα γεγονότα, ξεκαθάρισε την θέση του λέγων: «Η φυσική πολιτική μιας χώρας, όταν έτερα κράτη συμπλέκονται προς άλληλα, είναι η πολιτική της ουδετερότητας… Η πολιτική του πολέμου ενδείκνυται μόνον προς αποτροπήν κινδύνου των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, ενδείκνυται μόνον προς προστασίαν των υπερτάτων αυτής συμφερόντων».
Ο Βενιζέλος απαντώντας, τόνισε ότι μια επικείμενη συμμαχία με τις κεντρικές δυνάμεις θα ωφελούσε την Ελλάδα ενώ απέρριψε την πρόταση ουδετερότητας. Στο τέλος της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία έληξε υπέρ της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο βασιλιάς κάλεσε αμέσως μετά τον πρωθυπουργό και τον επέπληξε για την πρωτοβουλία που πήρε μόνος του. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Δημήτριο Γούναρη, o οποίος δεν θέλησε να αναλάμβανε την πρωθυπουργία φοβούμενος ακραίες καταστάσεις. Έτσι ο βασιλιάς κάλεσε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη για να αντικαταστούσε τον Βενιζέλο στην προεδρία της κυβερνήσεως.
Ο Δ. Γούναρης χρημάτισε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Την 21η Οκτωβρίου του 1915, μετά από ένα διαπληκτισμό του Βενιζέλου με τον υπουργό στρατιωτικών Ιωάννη Γιαννακίτσα, ο Βενιζέλος ζήτησε την άμεση αποπομπή του από την κυβέρνηση, επεκταθείς συντόμως και σε άλλα ζητήματα θίγοντας κυρίως τα εξωτερικά θέματα της χώρας. Ο Γούναρης, αφού έλαβε τον λόγο, ξεκαθάρισε για άλλη μια φορά τη θέση του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η διαφορά της γνώμης μεταξύ ημών και υμών είναι μέγιστη». Τελικά η κυβέρνηση καταψηφίστηκε, και κλήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σκουλούδης, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να λάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης.
Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 6η Δεκεμβρίου του 1915, στις οποίες όμως δεν αρνήθηκαν να συμμετάσχει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τις εκλογές κέρδισε ο Γούναρης αλλά κυβέρνηση σχημάτισε ο Σκουλούδης, στην οποία ο Γούναρης μετείχε αρχικά ως υπουργός επί των εσωτερικών και αργότερα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Θεοτόκη, ως υπουργός των οικονομικών. Στις 8 Ιουνίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και σχηματίστηκε νέα τοιαύτη την επόμενη μέρα υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία παραιτήθηκε στις 29 Αυγούστου, λόγω του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη. Ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο οποίος δήλωσε αδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Νικόλαος Καλογερόπουλος.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1916, ο Βενιζέλος εγκαθίδρυσε την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Παναγιώτη Δαγκλή, απαιτώντας την είσοδο της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ουσιαστικώς, η χώρα είχε διαιρεθεί στα δύο: σ’ αυτήν της Βενιζελικής κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης και σ’ αυτή της «βασιλικής» κυβερνήσεως των Αθηνών. Στις 27 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Καλογερόπουλου και σχηματίστηκε νέα υπό τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Μερικές μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου εισέβαλαν Γαλλικά στρατεύματα στην Αθήνα και τον Πειραιά αλλά απωθήθηκαν. Ταυτοχρόνως, φιλοβασιλικοί διαδηλωτές πραγματοποίησαν βιαιότητες εναντίον των Βενιζελικών με την έκρηξη οχλοκρατικών εκδηλώσεων οι οποίες έμειναν γνωστέ ως «τα Νοεμβριανά». Έξι μέρες αργότερα απ’ αυτά γεγονότα, οι σύμμαχοι ενεργοποίησαν γενικό αποκλεισμό της Ελλάδας.
Ο ρόλος του Γούναρη στα Νοεμβριανά είναι διφορούμενος. Από πολλούς κατηγορείται ότι ήταν ο ιδρυτής των επιστράτων, ένα σώμα απλών πολιτών, οπαδών του βασιλιά, οι οποίοι κατά την περίοδο των Νοεμβριανών προέβησαν σε καταστροφές, ξυλοδαρμούς κ.α. εναντίον φιλοβενιζελικών. Ο ίδιος απαντούσε χαρακτηριστικά ότι «ουδόλως συνδέεται» μ’ αυτά τα γεγονότα. Γεγονός είναι ότι η συμμετοχή του δεν αποδείχτηκε και ότι ουσιαστικός αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς καθώς και ο Ιωάννης Σαγιάς, πιθανότατα συγγενής του γαμπρού του Γούναρη, Νικολάου Σαγιά. Η στάση του Γούναρη δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική μπροστά στις αυθαιρεσίες των επιστράτων αλλά ούτε και αρνητική, προτιμήσας μάλλον την τήρηση μετριοπαθούς στάσεως έτσι ώστε να μην ερχόταν σε σύγκρουση με τα ανάκτορα.
Η κυβέρνηση, μπροστά στην απειλή λιμοκτονίας του πληθυσμού εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού, αναγκάστηκε να υποχωρούσε και να απέσυρε τα στρατεύματα της προς την Πελοπόννησο. Οι Γάλλοι εν των μεταξύ κατέλαβαν την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 21 Απριλίου του 1917, η κυβέρνηση Λάμπρου παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Στις 29 Μαΐου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Αλέξανδρου, ύστερα από πιέσεις των συμμάχων και υπό την απειλή των γαλλικών στρατευμάτων. Η τοποθέτηση Βενιζέλου στην εξουσία ήταν πια θέμα χρόνου.
Με τον σχηματισμό κυβερνήσεως υπό τον Ελ. Βενιζέλο στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού είχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαζόταν στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλες 30 αντιβενιζελικές προσωπικότητες θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο, αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για το Αιάκιο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξορίστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς από αυτούς να σκεφτόταν την λύση της αποδράσεως απ’ την Ελλάδα. Έτσι, κατόπιν συνεννοήσεως με την κυβέρνηση, ο Γούναρης, ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές, από τις οποίες τους παρεσχέθη η απαραίτητη κάλυψη την 6η Δεκεμβρίου του 1918. Η Ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους εξέδιδε παρ’ όλες τις έξωθεν ασκηθείσες πιέσεις σ’ αυτήν και έτσι ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα αφού είχε χορηγηθεί η άδεια ελευθέρας κινήσεως εντός της χώρας σ’ αυτόν και στους συντρόφους του.
Κατά την απουσία του Δ. Γούναρη, η Ελλάδα είχε συνταγεί με τις συμμαχικές δυνάμεις και κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα νικήτρια σε αντίθεση με τις γείτονες χώρες, Βουλγαρία & Τουρκία. Με τη συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) του 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Ίμβρο, την Τένεδο, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος προκειμένου να εξάλειφε τον κίνδυνο του τουρκικού στρατού, οργάνωσε εκστρατείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, εκτείνοντας ακόμα περισσότερο το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Γούναρης επέστρεψε από την Ιταλία στη Κέρκυρα στις 10 Οκτωβρίου του 1920. Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα, όπως μετονόμασε το «κόμμα των Εθνικοφρόνων», με κύρια δέσμευση του να ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου τον βρήκαν νικητή με την άνοδο στην εξουσία της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων με την ανάδειξη 260 βουλευτές έναντι 110 του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου. Συγκεκριμένα το Λαϊκό κόμμα είχε αποσπάσει 75 έδρες. Προτίμησε όμως να εκινείτο παρασκηνιακώς, δεχόμενος την ανάληψη της πρωθυπουργίας απ’ τον Δημήτριο Ράλλης, στην κυβέρνηση του οποίου ο Γούναρης προτίμησε να αναλάμβανε το υπουργείο στρατιωτικών. Μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας φιλοβασιλικής κυβερνήσεως ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, παρά τις έντονες αντιδράσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων. Aπέκρυψαν όμως από τον λαό την διακοίνωση των συμμάχων, στην οποία προειδοποιούσαν την Ελληνική κυβέρνηση για οικονομικό αποκλεισμό στην περίπτωση επαναφοράς του Κωνσταντίνου στο θρόνο.
Η κυβέρνηση επανέφερε τον Κωνσταντίνο, ο οικονομικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε και οι σύμμαχοι, φοβούμενοι τον φιλογερμανό Κωνσταντίνο, άρχισαν να κρατούν αποστάσεις. Παρατηρήθηκε τότε απότομη μεταστροφή της πολιτικής των συμμάχων υπέρ των Τούρκων, τους οποίους ενίσχυσαν πολλές φορές με πολεμικό υλικό. Επίσης φρόντισε να επανέφερε 3.000 απόστρατους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και να αντικαταστούσε τους βενιζελικούς αξιωματικούς με αυτούς παρ’ όλη την κρίσιμη χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα οι άπειροι ως προς τα θέματα της Μικρασιατικής εκστρατείας, και ανέτοιμοι αξιωματικοί να αναλάμβαναν υψηλές και καίριες για την εξέλιξη της εκστρατείας, θέσεις.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας του με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών και σε αυτή την κυβέρνηση. Την 24η Φεβρουαρίου του 1921, έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντιόταν με τον Άγγλο πρωθυπουργό Λόϋντ Τζορτζ. Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη, με τον Δημήτριο Μάξιμο, τότε διοικητή της εθνικής τράπεζας, να επέμενε στην εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας από τα Ελληνικά στρατεύματα, πράγμα το οποία αποτελούσε μια άποψη την οποία δεν συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ούτε ο ίδιος ο Γούναρης. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα.
Ύστερα από την παραίτηση του Καλογερόπουλου, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως Λόγω της μη τηρήσεως των υποσχέσεων περί αποσύρσεως των Ελληνικών στρατευμάτων από την Μικρά Ασία, όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικώς η κυβέρνηση Γούναρη ως κύρια προεκλογική εξαγγελία κι υπόσχεση της, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Προς τόνωση λοιπόν του ηθικού του στρατεύματος, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα οχήμαρα, όπλα κ.λπ.
Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε ότι δεχόταν τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει από το Μάρτιο του 1921 (σαν τα ταξίδια του Τσίπρα στην Ευρώπη και την Λατινική Αμερική). Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επέσπευδε την λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, ο οποίος είχε επιβληθεί από τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄.
Με την επιστροφή του λοιπόν στην Αθήνα, ο Δ. Γούναρης απέτυχε να λάβαινε ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να εκαλείτο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε και δεν μπόρεσε να σχημάτιζε κυβέρνηση. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχημάτιζε νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουργείο δικαιοσύνης για τον εαυτόν του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Η αποδοχή των όρων της συμμαχικής συνδιάσκεψης ήταν στην άμεση προτεραιότητα της κυβερνήσεως, πράγμα το οποίο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και στη κοινωνία της Μικράς Ασίας.
Από την άλλη πλευρά, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της καταστάσεως ήταν το ότι το μέσο ημερήσιο κόστος της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές. Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΔΙΧΟΤΟΜΟΥΣΕ ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΝΑ ΠΡΟΕΒΑΙΝΕ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ. Το ένα κομμάτι διατήρησε την μισή αξία του χαρτονομίσματος και το άλλο μετατράπηκε σε έντοκο δάνειο, εικοσαετούς διαρκείας. Ο Γούναρης, στην προσπάθεια του να λάβαινε οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με ξένους ομολόγους του στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης χωρίς όμως να κατάφερνε κάτι το ουσιαστικό.
Απότοκο αυτής της προσπάθειας ήταν η καταψήψιση του προϋπολογισμού και η οδήγηση του Γούναρη σε παραίτηση με την αντικατάσταση του και πάλι από τον Νικόλαο Στράτο αλλ’ ο τελευταίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και στη συνέχεια, ο Πρωτοπαπαδάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία, τεθείς επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης. Mια από τις πρώτες ενέργειες της κυβερνήσεως ήταν η ψήφιση του νομού περί κοινωνικών ασφαλίσεων και η αντικατάσταση του Παπούλα από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Το σκηνικό στη Μικρά Ασία ήταν δραματικό. Ο στρατός ήταν ανοργάνωτος και με χαμηλό ηθικό, η Ελλάδα παρατημένη από τους συμμάχους ενώ από την αντίθετη πλευρά οι Τούρκοι με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωναν αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη πρότεινε επίθεση στη Κωνσταντινούπολη για αντιπερισπασμό, οι σύμμαχοι όμως, και ιδιαίτερα η Γαλλία, αντέδρασαν. Έτσι στις 13 Αυγούστου, εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που είχε ως συνέπεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.
Tο εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί το Λαϊκό Κόμμα επέλεξε να συνέχιζε την μικρασιατική εκστρατεία παρ’ όλο που είχε κερδίσει τις εκλογές με κύρια προεκλογική δέσμευση του την απόσυρση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία; Στη συγκεκριμένη απορία, η απάντηση δίνεται απ’ το ρητορικό ερώτημα του Γούναρη προς εκείνους που τον συμβούλευαν να εγκατέλειπε την Μικρά Ασία: «ναι αλλά τι θα απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί που τους πήραμε στο λαιμό μας»; H απόσυρση του στρατού σε μια τόσο κρίσιμη χρονική στιγμή, όταν υπήρχαν ακόμα οι ελπίδες για ολική εξόντωση του τούρκικου στρατού και οριστική επικράτηση της Ελληνικής κυριαρχίας στα παράλια της Μικρός Ασίας καθώς και η ελπίδα για την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Ελλάδας των δυο ηπείρων και των επτά θαλασσών δεν επέτρεψαν στους πολιτικούς του Λαϊκού Κόμματος, και ειδικότερα στον Γούναρη, να προέβλεπαν την επικείμενη καταστροφή ενώ, βεβαίως, ήταν υπαρκτός και ο κίνδυνος τουρκικών αντεκδίκησεων σε περίπτωση που ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τα μικρασιατικά παράλια αφού οι Τούρκοι δεν ήταν πρόθυμοι να συμβιβαζόταν. Η μη εύρεση ικανοποιητικής λύσεως διαφυγής ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Δ. Γούναρη να συνέχιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διέφευγε στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικώς. Στις 15 Οκτωβρίου, ξεκίνησε η δίκη η οποία έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις τον κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του (τρομάρα του) είναι ότι, αν και έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του παρεστάθη ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία.
Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους στις 9 π.μ και ήταν καταδικαστική σε θάνατο και για τους έξι από τους συνολικώς οκτώ κατηγορούμενους: Γούναρη, Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη. Τι ωφέλεια όμως προσέφερε στην χώρα η εκτέλεση τους όταν είχε ήδη επισυμβεί η, διαχρονικώς, τρίτη συμφορά (μετά την καταστροφή των Πελοποννησιακών Πολέμων και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως) που έπληττε το Ελληνικό έθνος, το οποίο, μαζί με την χώρα του, η είχε υποδουλωθεί ξανά στους Τούρκους αν έλλειπε ένα φωτισμένος, ικανός Έλληνας πατριώτης κι ηγέτης: ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Execution of Ministers Dimitrios Gounaris (1866-1922), Georgios Baltazzis, Nicholas Stratos, Ioannis Theotokis (1880-1922), Petros Protopapadakis (1859-1922) and General Giorgios Hadjianestis, judged responsible for the Greek defeat in Turkey by a Council of War, on 15 November 1922, in Athens. Frontpage of French newspaper Le Petit Journal Illustre.
December 10, 1922. Private Collection.
Βιβλία για το έργο του Δημ. Γούναρη
πηγή 1
πηγή 2
Κάντε Like στη σελίδα μας στο Facebook ''Θεσσαλονίκη-Ιστορικό Αρχείο''
για να ενημερώνεστε καθημερινά για ιστορικά θέματα της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας