Term | Definition |
---|---|
αλκαλική φωσφατάση |
Αποτελεί ένζυμο του αίματος, η μέτρηση των επιπέδων του οποίου χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς σκοπούς. Βρίσκεται σε αυξημένα επίπεδα σε ασθενείς με απόφραξη της χολής (διάφορα ηπατικά νοσήματα, κακοήθεις βλάβες του ήπατος) ή με νοσήματα των οστών, συμπεριλαμβανομένων των οστικών κακοηθειών. Υπάρχει μέθοδος διάκρισης της αύξησης του ενζύμου, που οφείλεται σε ηπατική ή οστική βλάβη. Aliases (separate with |): Αλκαλική φωσφατάση
|