Η ιστορία του Μακεδονικού βασιλείου
Οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες, το όνομα των οποίων παράγεται, όπως και το επίθετο μακρύς, από τη ρίζα μακ- και σημαίνει ‘ψηλός’ ή πιο ελεύθερα ‘αυτός που έρχεται από ψηλά’ ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ένα φύλο ταυτόσημο με τους Δωριείς, το οποίο αρχικά κατοικούσε στην Πίνδο.
Στις αρχές της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας οι Μακεδόνες που ήταν κατ’ εξοχήν κτηνοτρόφοι βρίσκονται εγκατεστημένοι στην βόρεια πλευρά του Ολύμπου και στις πλαγιές και τις κοιλάδες του Μακεδονικού όρος (σημερινά Πιέρια). Στα νότια του Αλιάκμονα, στην «Μακεδονίδα γη» του Ηρόδοτου, στους πρόποδες του «Μακεδονικού όρους» βρίσκονται «αι Αιγεαί», ο «τόπος με τα πολλά κατσίκια», η πρώτη πόλη των Μακεδόνων. Χτισμένες στην αφετηρία του δρόμου που διασχίζοντας τα βουνά, οδηγούσε από την μακεδονική λεκάνη προς τον νότο, οι Αιγές ήταν ένα σημαντικότατο κέντρο με κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή ήδη από τον 10ο-8ο αι. π.Χ.

Απομονωμένοι στην αυτάρκεια που τους εξασφάλιζαν τα άφθονα κοπάδια, τα δασωμένα βουνά και οι εύφορες κοιλάδες, χωρίς λιμάνια και νησιά, χωρίς να αναγκαστούν να στραφούν στο εμπόριο, χωρίς να χρειαστεί να ανοιχτούν στον κόσμο ιδρύοντας αποικίες, οι Μακεδόνες, όπως και τα άλλα ακριτικά βόρεια και βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, έμειναν έξω από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις του νότου που οδήγησαν στην δημοκρατία και διατήρησαν ως τον 4ο προχριστιανικό αιώνα θεσμούς, ήθη και παραδόσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνία του Ομήρου, μια κοινωνία στηριγμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών και της πατροπαράδοτης βασιλείας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., ενώ στη νότια Ελλάδα η παλιά ιεραρχία κατέρρεε, ο Περδίκκας, ένας Δωριέας από το Άργος, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων και εγκαθιδρύει την δυναστεία των Τημενιδών που θα κυβερνήσει για τρεισήμισι αιώνες και θα δώσει στην παγκόσμια ιστορία δύο από τους πιο συναρπαστικούς ήρωες της, τον Φίλιππο Β΄ και τον Μεγαλέξανδρο.

Ιστορία της Πέλλας
Η πόλη ιδρύθηκε από τον Αρχέλαο Α' (413-399 π.Χ.) ή από τον Αμύντα Γ' για να γίνει η νέα πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους αντί των Αιγών (Βεργίνα) . Η Πέλλα παρέμεινε πρωτεύουσα μέχρι την κατάλυση του Μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους , οι οποίοι την λεηλάτησαν και μετέφεραν τους θησαυρούς της στη Ρώμη . Αργότερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό και στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε . Περί το 180 μΧ ο Λουκιανός μας πληροφορεί ότι "είναι πια ασήμαντη και με λιγοστούς κατοίκους" .



Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για την Πέλλα είναι από τον Ηρόδοτο κατά την περιγραφή της εκστρατείας των Περσών και από το Θουκυδίδη κατά την περιγραφή της Μακεδονικής επέκτασης και του πολέμου κατά του Σιτάλκη , βασιλιά των Θρακών . Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα , στην αρχή του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας . Η πόλη προσέλκυσε φημισμένους καλλιτέχνες της εποχής , όπως ο ζωγράφος Ζεύξις , ο ποιητής Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Ευριπίδης , ο οποίος και πέθανε εκεί γράφοντας την τραγωδία Αρχέλαος . Μετά το βίαιο θάνατο του Αρχελάου η ανάπτυξη του κράτους ανακόπτεται. Το μεγάλο του έργο συνεχίστηκε μετά από μερικές δεκαετίες, από τον Φίλιππο Β' (360-336 π.Χ.). Η προσπάθεια του Φιλίππου δεν περιορίστηκε μόνο στην εσωτερική ανάπτυξη, αλλά στράφηκε κυρίως στην επέκταση της πολιτικής δύναμης της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά η Πέλλα φτάνει σε πλήρη ακμή, γίνεται "η μεγίστη τών εν Μακεδονία πόλεων" (Ξενοφών Ελληνικά V,2,13) και η ακτινοβολία της εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου Γ΄ (336-323 π.Χ.)Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ατέλειωτες διαμάχες ξεσπούν μεταξύ των διαδόχων του, μέχρι την άνοδο στον θρόνο του Αντίγονου Γονατά (276-239 π.Χ.). Πελλαίοι απόμαχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίδρυσαν ομώνυμη αποικία στην Δεκάπολη της Παλαιστίνης, στην ενδοχώρα της Συρίας μια άλλη Πέλλα και στον Περσικό κόλπο τον Πελλαίο δήμο. Κατά την περίοδο του Αντίγονου Γονατά η πόλη έφτασε στη ακμή της (σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα).

Η Πέλλα αναφέρεται αργότερα από τον Πολύβιο και τον Λίβιο ως η έδρα του βασιλείου του Φίλιππου Ε' και του Περσέα του Μακεδόνα κατά τους Μακεδονικούς πολέμους . Ο Λίβιος μας δίνει τη μόνη περιγραφή της πόλης , όπως την είδε ο Ρωμαίος Λούκιος Αιμίλιος Παύλος ο Μακεδονικός , νικητής της Μάχης της Πύδνας:
"...και αυτός είδε ότι δεν επελέγη άδικα σαν θέση βασιλικής κατοικίας. Είναι τοποθετημένη στη νοτιοδυτική πλαγιά ενός λόφου και περιβάλλεται από βάλτο πολύ βαθύ για να διασχιστεί με τα πόδια χειμώνα-καλοκαίρι. Η ακρόπολη, η οποία είναι κοντά στη πόλη, βρίσκεται μέσα στο βάλτο και εξέχει σαν νησί, είναι δε χτισμένη πάνω σε γιγαντιαία θεμέλια που αντέχουν τείχη πάνω τους και προστατεύουν από την εισχώρηση των υδάτων της λίμνης. Από μακριά φαίνεται σα να είναι συνέχεια του τείχους της πόλης, αλλά στην πραγματικότητα είναι ξεχωριστή και ανάμεσα στα δύο τείχη υπάρχει ένα κανάλι. Η ακρόπολη ενώνεται με την πόλη με μια γέφυρα, έτσι αποκόπτονται όλες οι πλευρές πρόσβασης για έναν εξωτερικό εχθρό και αν ο βασιλιάς φυλακίσει κάποιον εκεί δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής εκτός από τη γέφυρα, η οποία φυλάσσεται εύκολα."

Στη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας η Πέλλα ήταν πρωτεύουσα του τρίτου διαμερίσματος και πιθανώς η έδρα του Ρωμαίου κυβερνήτη. Από την Πέλλα διερχόταν η Αρχαία Εγνατία Οδός και ήταν σημαντικός σταθμός μεταξύ Δυρράχειου και Θεσσαλονίκης . Ο Κικέρων έμεινε εκεί το 58 π.Χ., αλλά η θέση του επάρχου την εποχή εκείνη είχε μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη έπεσε σε παρακμή για άγνωστους λόγους (μάλλον λόγω σεισμού) προς το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα.
Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας
Το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πέλλας βρίσκεται στο δυτικό άκρο του σύγχρονου οικισμού. Πρόκειται για ένα νεόδμητο μουσείο, του οποίου οι διακριτικοί όγκοι και οι λιτές γραμμές είναι απόλυτα προσαρμοσμένα στη μορφολογία του εδάφους. Αποτελεί ένα νέο όσο και σύγχρονο μουσείο με σαφή προσανατολισμό προς τον επισκέπτη.
Η μουσειολογική πρόταση και οργάνωση, οι βοηθητικοί χώροι, η σύνδεση με τον αρχαιολογικό χώρο (μελλοντικά ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου θα καταλήγει στο μουσείο όπου θα ολοκληρώνει τη γνώση του για τον ελληνιστικό πολιτισμό της Πέλλας) και κυρίως η σπουδαιότητα των μόνιμων συλλογών το ορίζουν ως ένα σημαντικό μουσείο και την επίσκεψη του μια εμπειρία που δεν θα πρέπει να παραληφθεί.
Κείμενο: Αγγελική Κοπαρίδη - Δρ. Αρχαιολόγος