Term | Definition |
---|---|
αλωπεκία |
Μερική ή ολική απώλεια των τριχών, που μπορεί να οφείλεται σε ακτινοθεραπεία στην κεφαλή (οπότε είναι πιθανό και να μην επανέλθει πλήρως η τριχοφυΐα μετά την θεραπεία) ή στην χορήγηση ορισμένων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων (οπότε επανέρχεται η τριχοφυΐα). Aliases (separate with |): Αλωπεκία
|