Term | Definition |
---|---|
ψευδάργυρος |
Γαλαζόλευκο κρυσταλλικό μέταλλο που βράζει στους 906oC. Έχει ατομικό βάρος 65,37, ατομικό αριθμό 30 και ειδικό βάρος 7,13. Ανευρίσκεται σε μορφή ανθρακικού και πυριτικού άλατος (καλαμίνα) και σε μορφή θειούχου άλατος (σφαλερίτης). Διατροφικές πηγές ψευδαργύρου είναι το κρέας, συμπεριλαμβανομένου του συκωτιού, των αυγών, των θαλασσινών και, σε μικρότερο βαθμό, των σιτηρών. ΣΥΜΒ.: Zn. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Ο ψευδάργυρος αποτελεί απαραίτητο διατροφικό στοιχείο για τα ζώα και τον άνθρωπο, καθώς συμμετέχει στις περισσότερες μεταβολικές οδούς. Η συνιστώμενη ημερήσια διατροφική δόση ψευδαργύρου είναι 12-15 mg για τους ενήλικες, 19 mg κατά τους πρώτους 6 μήνες της εγκυμοσύνης και 5 mg για τα βρέφη. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΕΛΛΕΙΨΗΣ: Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από απώλεια ορέξεως, καθυστέρηση ανάπτυξης, υπογοναδισμό και νανισμό, δερματικές μεταβολές, ανοσολογικές ανωμαλίες, μείωση της ταχύτητας επούλωσης των πληγών και διαταραγμένη γεύση. Η έλλειψη ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε αναπτυξιακές διαταραχές στο παιδί. Aliases (separate with |): Ψευδάργυρος
|