υποκλυσμός, κλύσμα
|
Η εισαγωγή ενός διαλύματος στο ορθό και στο παχύ έντερο για τη διέγερση της εντερικής δραστηριότητας και για την πρόκληση της κένωσης του κατώτερου εντέρου, για διατροφικούς η θεραπευτικούς σκοπούς, για χορήγηση αναισθησίας η για υποβοήθηση σε ακτινολογικές εξετάσεις.
Το διάλυμα που εισάγεται στο ορθό.
Aliases (separate with |): enema|Υποκλυσμός, κλύσμα
|