Term | Definition |
---|---|
υπερβολική δόση, υπερδοσολογία |
Μια υπέρμετρη και πιθανώς τοξική ποσότητα ενός φαρμάκου, που χορηγείται κατά λάθος ή λαμβάνεται εσκεμμένα (για παράδειγμα από ασθενείς που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας). Aliases (separate with |): Υπερβολική δόση, υπερδοσολογία
|