Term | Definition |
---|---|
σύνδρομο μεθεμφραγματικού μυοκαρδίου |
Μη-ισχαιμικό θωρακικό άλγος μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο επιδεινώνεται με την βαθιά αναπνοή, βελτιώνεται με την καθιστή κατακόρυφη θέση και χειροτερεύει με την κατάκλιση. Ο ασθενής μπορεί να αναπτύξει χαμηλό πυρετό, αυξημένη ταχύτητα καθίζησης και αυξημένα επίπεδα αντιμυοκαρδιακών αντισωμάτων. Η αιτία είναι άγνωστη. Οι ασθενείς θεραπεύονται συνήθως με μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή με κορτικοστεροειδή. Παρόμοιο σύνδρομο λαμβάνει χώρα σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση καρδιάς. Aliases (separate with |): postmyocardial infarction syndrome|Σύνδρομο μεθεμφραγματικού μυοκαρδίου
|