Term | Definition |
---|---|
σύνδρομο άπνοιας ύπνου |
Τύπος διαταραχής της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου που οφείλεται σε παροδική απόφραξη των ανώτερων αεραγωγών. Ο ασθενής ξυπνά αρκετές φορές το βράδυ και υποφέρει από υπνηλία και κούραση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Aliases (separate with |): Σύνδρομο άπνοιας ύπνου
|