Term | Definition |
---|---|
στυτική δυσλειτουργία |
Η ανικανότητα επίτευξης ή διατήρησης της πεϊκής στύσης για σεξουαλική επαφή. Στα πολλά αίτια της στυτικής δυσλειτουργίας περιλαμβάνεται η ένταση ή το άγχος, οι αγγειοπάθειες της πυέλου, οι κακώσεις της σπονδυλικής στήλης, οι διαταραχές του αυτόνομου νευρικού συστήματος, τα ελλείμματα τεστοστερόνης και οι παρενέργειες φαρμακευτικών σκευασμάτων. Aliases (separate with |): Στυτική δυσλειτουργία
|