Term | Definition |
---|---|
στρεπτοκινάση |
Ένζυμο που παράγεται από ορισμένα στελέχη στρεπτόκοκκων και μετατρέπει το πλα-σμινογόνο σε πλασμίνη. Χρησιμοποιείται ως θρομβολυτικός παράγοντας για την απομάκρυνση θρόμβων από τις αρτηρίες (π.χ. στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου). Aliases (separate with |): Στρεπτοκινάση
|