Term | Definition |
---|---|
στεροειδή |
Λιπόφιλες χημικές ουσίες (κορτιζόνη, γεννητικές ορμόνες), που έχουν ζωτική σημασία σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού. Συνθετικά στεροειδή χρησιμοποιούνται στη θεραπεία ορισμένων μορφών καρκίνου. Aliases (separate with |): Στεροειδή
|