Term | Definition |
---|---|
σκωληκοειδίτιδα |
Φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης που οφείλεται σε απόφραξη του αυλού της, η οποία ακολουθείται από μόλυνση. Μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή χρόνια και σε ορισμένες περιπτώσεις η διάγνωσή της μπορεί να είναι δύσκολη εξαιτίας του ότι πολλές ασθένειες είναι δυνατόν να προκαλέσουν οξύ κοιλιακό άλγος. ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Κατά κανόνα απαιτείται χειρουργική επέμβαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγούνται υγρά και αντιβιοτικά ενδοφλεβίως. Aliases (separate with |): appendicitis|Σκωληκοειδίτιδα
|