Μορφή πνευμονοκονίωσης, ως αποτέλεσμα εισπνοής σκόνης ή ατμών που περιέχουν σωματίδια σιδήρου.
Η ανώμαλη απόθεση ή συσσώρευση σιδήρου στο αίμα ή στους σωματικούς ιστούς.
siderotic, επίθ. σιδηρωτικός.
Your browser does not support JavaScript! Please enable it for maximum experience. Thank you.