Term | Definition |
---|---|
σεμίνωμα |
Καρκίνος ο οποίος προέρχεται από τα ανδρικά γεννητικά κύτταρα (στον όρχι) και στα οποία οφείλονται οι μισές περίπου κακοήθειες των όρχεων. Θεραπεία: Τα σεμινώματα τα οποία περιορίζονται στους όρχεις αφαιρούνται χειρουργικά. Μεταστατικές παθήσεις αντιμετωπίζονται χειρουργικά (για την απομάκρυνση του όρχι) και με ακτινοβολίες και χημειοθεραπεία. Aliases (separate with |): Σεμίνωμα
|