Term | Definition |
---|---|
σεκρετίνη ή εκκριματίνη |
Ορμόνη η οποία εκκρίνεται από το βλεννογόνο του δωδεκαδακτύλου, η οποία διεγείρει την έκκριση διττανθρακικού νατρίου από το πάγκρεας και χολής από το ήπαρ. Ελαττώνει την γαστρεντερικη περίσταλση και κινητικότητα. Aliases (separate with |): Σεκρετίνη ή εκκριματίνη
|