Term | Definition |
---|---|
οστεομαλακία |
Ανεπάρκεια της βιταμίνης D στους ενήλικες, που έχει ως αποτέλεσμα έλλειμμα ή απώλεια των αλάτων του ασβεστίου, γεγονός που καθιστά τα οστά ολοένα και πιο μαλακά, εύκαμπτα, εύθρυπτα, και παραμορφωμένα. Μια ενήλικος μορφή ραχίτιδας, η οστεομαλακία, μπορεί να επίσης να εντοπιστεί σε ηπατοπάθεια, καρκίνο ή άλλες παθήσεις που αναστέλλουν το φυσιολογικό μεταβολισμό της βιταμίνης D. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τα κλινικά ευρήματα είναι ρευματικά άλγη στα άκρα, στη σπονδυλική στήλη και στην πύελο, αναιμία, σημεία ανεπάρκειας και προϊούσα αδυναμία. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η νόσος προκαλείται από οποιαδήποτε διαταραχή της βιταμίνης D ή από διαταραγμένο μεταβολισμό του φωσφόρου. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Σε ασθενείς με δίαιτες ελλιπείς σε βιταμίνη D, τα διατροφικά συμπληρώματα βοηθούν. Aliases (separate with |): Οστεομαλακία
|