Term | Definition |
---|---|
οξυγόνο |
Βλ.: oxygen therapy
Ένα μη μεταλλικό στοιχείο που εντοπίζεται ελεύθερο στην ατμόσφαιρα (αποτελεί περίπου το 21% στο επίπεδο της θάλασσας) ως άχρωμο, άοσμο, άγευστο αέριο· ατομικό βάρος 15.9994, ατομικός αριθμός 8. Αποτελεί συστατικό των ζωικών, φυτικών και ανόργανων ενώσεων, και είναι θεμελιώδες για την αναπνοή στους περισσότερους ζώντες οργανισμούς. Στο επίπεδο της θάλασσας, αντιπροσωπεύει το 10% με 16% του φλεβικού αίματος και το 17% με 21% του αρτηριακού αίματος. Το οξυγόνο απορροφάται από τους περισσότερους ζώντες οργανισμούς. Στη διάρκεια της φωτοσύνθεσης παράγεται στα πράσινα φυτά από διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Όταν το οξυγόνο χρησιμοποιείται στην κυτταρική αναπνοή, τα τελικά προϊόντα είναι νερό και διοξείδιο του άνθρακα, το τελευταίο από τα οποία επιστρέφεται στην ατμόσφαιρα. Το οξυγόνο ενώνεται άμεσα με άλλα στοιχεία, σχηματίζοντας οξείδια. Όταν συνδέεται με μια άλλη ένωση, η διαδικασία ονομάζεται οξείδωση. Όταν ο συνδυασμός γίνεται αρκετά γρήγορα ώστε να παραχθεί φως και θερμότητα, η διαδικασία ονομάζεται καυση. ΧΟΡΗΓΗΣΗ: Το οξυγόνο χορηγείται μέσω μάσκας, ρινικοΰ σωλήνα, σκηνής ή αεροστεγοΰς θαλάμου, όπου η πίεση μπορεί να αυξηθεί. Ανεξάρτητα από τον τρόπο χορήγησης, είναι σημαντική η επαρκής ΰγρανσή του. Είναι επιθυμητή η χορήγηση οξυγόνου με οποιοδήποτε ρυθμό θεωρείται απαραίτητος, για την αΰξηση του οξυγόνου στον εισπνεόμενο αέρα κατά 50%. Aliases (separate with |): Οξυγόνο
|