Term | Definition |
---|---|
οξείδιο του αιθυλενίου |
Μια χημική ένωση, C2H4O, η οποία στην αέρια κατάσταση χρησιμοποιείται για την αποστείρωση υλικών που δεν μπορούν να αντέξουν τη θερμότητα ή τον ατμό. Χρησιμοποιείται ακόμη και ως μέσο καπνισμού.[EtO] Aliases (separate with |): EtO|Οξείδιο του αιθυλενίου
|