Term | Definition |
---|---|
οιστρογόνα |
Ορμόνες που παράγονται από τις ωοθήκες. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων του φύλου, η εμμηνορρυσία και η κύηση βρίσκονται υπό τον έλεγχο αυτών των ορμονών. Συνθετικά οιστρογόνα χορηγούνται από το στόμα με σκοπό την αντισύλληψη ή την θεραπεία διαφόρων νοσημάτων. Aliases (separate with |): Οιστρογόνα
|