Term | Definition |
---|---|
οδοντικός πόνος |
Πόνος στη στοματική περιοχή, που σε γενικές γραμμές μπορεί να έχει διπλή προέλευση. Ο πόνος του μαλακού ιστού μπορεί να είναι οξύς ή χρόνιος, ενώ είναι καυστικός και σαφώς εντοπισμένος όταν οφείλεται σε επιφανειακά τραύματα: ο πόνος του οδοντικού πολφού ή πονόδοντος ποικίλει ανάλογα με το αν είναι οξύς ή χρόνιος, ενώ είναι συχνά δύσκολο να εντοπιστεί. Aliases (separate with |): Οδοντικός πόνος
|