Term | Definition |
---|---|
νευροπάθεια |
Νευρική δυσλειτουργία, που προκαλεί αιμωδίες (μούδιασμα) ή κινητικές διαταραχές σε μία περιοχή του σώματος. Μπορεί να αποτελεί παρενέργεια των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Aliases (separate with |): Νευροπάθεια
|