Term | Definition |
---|---|
νευροβλάστωμα |
Κακοήθης αιμορραγικός όγκος αποτελούμενος κυρίως από κύτταρα όμοια με νευροβλάστες από τους οποίους προέρχονται οι νευρώνες του συμπαθητικού συστήματος, ιδιαίτερα του επινεφριδιακού μυελού. Αυτός ο όγκος προκαλείται κυρίως σε βρέφη και παιδιά. Οι πρωτογενείς περιοχές εντοπίζονται στο μεσοθώρακα και στο οπισθοπεριτόναιο. Aliases (separate with |): Νευροβλάστωμα
|