Term | Definition |
---|---|
ναυτία |
Μια υποκειμενική δυσάρεστη, κυματοειδής αίσθηση στο οπίσθιο τοίχωμα του τραχήλου, του επιγαστρίου ή της κοιλίας, που είναι ή δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ώθηση ή στην ανάγκη για έμετο. ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οποιαδήποτε υλικά ή περιβαλλοντικοί παράγοντες που προκαλούν τη ναυτία πρέπει να αφαιρεθούν. Παρατηρείται η συχνότητα, ο χρόνος, το ποσό, και τα χαρακτηριστικά της ναυτίας και της συνοδευτικής έμεσης. Το έμεσμα εξετάζεται για αίμα όταν ενδείκνυται. Εφαρμόζονται μέτρα στοματικής υγιεινής, υποστήριξης και ανακούφισης. Εάν η ναυτία εμμένει, η αξιολόγηση από ειδικό μπορεί να είναι ενδεδειγμένη. Aliases (separate with |): Ναυτία
|