Term | Definition |
---|---|
ναπροξένη |
Ένα προπιονικό οξύ που χορηγείται από του στόματος για να ανακουφίσει ήπιο έως ισχυρό άλγος, δυσμηνόρροια, πυρετό, και φλεγμονώδεις διαταραχές, ουμπεριλαμβανομένης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και της οστεοαρθρίτιδας. Οι θεραπευτικές κατηγορίες στις οποίες ανήκει είναι τα μη οπιοειδή αναλγητικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, και τα αντιπυρετικά. Aliases (separate with |): Ναπροξένη
|