Term | Definition |
---|---|
νέκρωση |
Θάνατος κυττάρων, ιστών, ή οργάνων. Οι αιτίες της νέκρωσης περιλαμβάνουν την ανεπαρκή αιμάτωση, τους φυσικούς παράγοντες όπως το τραύμα ή ραδιενέργεια (ηλεκτρική ενέργεια, υπέρυθρη ακτινοβολία, υπεριώδης ακτινοβολία, ακτινοβολία rtpentgen, και ακτίνες ραδίου), χημικούς παράγοντες που ενεργούν τοπικά, εσωτερικά, μετά από την απορρόφηση, ή τοποθετημένοι σε λανθασμένο ιστό. Μερικά φάρμακα προκαλούν τη νέκρωση εάν εγχυθούν στους ιστούς αντί φλέβας, και μερικά όπως η δεξτράνη του σιδήρου προκαλούν νέκρωση εάν εγχυθούν σε περιοχές άλλες εκτός από εν τω βάθει μυ ή φλέβα Aliases (separate with |): Νέκρωση
|