Term | Definition |
---|---|
ισταμίνη |
C5H9N3· μία ουσία που παράγεται από το αμινοξύ ιστιδίνη και προκαλεί διάταση των αιμοφόρων αγγείων, αυξημένη έκκριση οξέος στον στόμαχο, σύσπαση των λείων μυών (π.χ., στους βρόγχους) και παραγωγή βλέννας, οίδημα των ιστών και κνησμό (κατά τη διάρκεια αλλεργικών αντιδράσεων). Η απελευθέρωση ισταμίνης από τα μαστοκύτταρα είναι ένα μείζον συστατικό των αντιδράσεων υπερευαισθησίας τύπου Ι, συμπεριλαμβανομένου του άσθματος. Aliases (separate with |): Ισταμίνη
|