Term | Definition |
---|---|
ιερό οστό |
Το τριγωνικό οστό που βρίσκεται ραχιαία και ουραία από τα δυο λαγόνια οστά μεταξύ του πέμπτου οσφυϊκού σπονδύλου και του κόκκυγα. Σχηματίζεται από πέντε ενοποιημένους σπονδύλους και «σφηνώνεται» μεταξύ των δύο ανωνύμων οστών, με τις αρθρώσεις του να σχηματίζουν τις ιερολαγόνιες αρθρώσεις. Είναι η βάση της σπονδυλικής στήλης και μαζί με τον κόκκυγα σχηματίζουν το οπίσθιο όριο της αληθούς πυέλου. Το ανδρικό ιερό οστό είναι στενότερο και περισσότερο κυρτωμένο του γυναικείου ιερού οστού. Aliases (separate with |): Ιερό οστό
|