Term | Definition |
---|---|
βρόγχος |
Ένας από τους μεγάλους αεραγωγούς που μεταφέρουν αέρα προς τους πνεύμονες (δεξιός και αριστερός κύριος βρόγχος) καθώς και εντός των πνευμόνων (λοβαίοι και τμηματικοί βρόγχοι). Aliases (separate with |): Βρόγχος
|