Term | Definition |
---|---|
βήτα καροτίνη |
Μια κίτρινο-πορτοκαλί χρωστική που ανευρίσκεται στα φρούτα και τα λαχανικά. Είναι η πιο συνήθης πρόδρομη ουσία της βιταμίνης Α. Η καθημερινή ανάγκη σε βιταμίνη Α μπορεί να καλυφθεί με τη λήψη βήτα-καροτίνης. ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ: Η λήψη μεγάλων δόσεων βιταμίνης Α, είτε οξέως, είτε χρονίως, προκαλεί μεταξύ άλλων δερματική και ηπατική βλάβη. Τα συμπληρώματα β καροτίνης αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου μεταξύ των καπνιστών και δεν έχουν γνωστές ωφέλιμες επιδράσεις στους μη καπνιστές. ΩΦΕΛΗ: Η πλούσια διατροφή σε βήτα καροτίνη σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο συγκεκριμένων καρκίνων. ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ: η δραστικότητα της βιταμίνης Α στα τρόφιμα εκφράζεται ως ισοδύναμα ρετινόλης (RE). Έξι mg βήτα καροτίνης ισούνται με 1 μg ρετινόλης ή 1 RE. Aliases (separate with |): Βήτα καροτίνη
|